- αφθονώ
- (ε) αμετ. изобиловать, быть в изобилии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφθονώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αφθονώ — ( έω) [άφθονος] είμαι άφθονος … Dictionary of Greek
αφθονώ — ησα, υπάρχω σε μεγάλο πλήθος, σε αφθονία: Στο νησί αυτό αφθονούσαν τα ψάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀφθόνω — ἄφθονος without envy masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄφθονος without envy masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόνῳ — ἄφθονος without envy masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφθόνωι — ἀφθόνῳ , ἄφθονος without envy masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
независть — НЕЗАВИСТ|Ь (1*), И с. Независтливость, доброжелательность: радость иже и купнорвенье. в нероптании. и в независти. въ бл҃гопослушании. (ἐν τῷ ἀφϑόνῳ) ФСт XIV, 221б. Ср. зависть … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άφθονος — (aphthonus). Γένος εντόμων της οικογένειας των αλτιστιδών. Ανήκει στην τάξη των κολεοπτέρων. Βρίσκεται σε πολλές περιοχές του πλανήτη μας και συχνά και στην Ευρώπη. Είναι μικρά σε μέγεθος· μόλις που φτάνουν τα 5 6 χιλιοστά. * * * η, ο (AM ἄφθονος … Dictionary of Greek
βουρβουρύζω — (Μ βουρβουρύζω) είμαι γεμάτος, αφθονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < βορβορύζω ορθότερη η γραφή με υ ] … Dictionary of Greek
επιπληθύνω — ἐπιπληθύνω (Α) 1. αυξάνω, πληθύνω («καὶ ἐπεπληθύνθη τὸ ὕδωρ καὶ ἐπῆρε τὴν κιβωτὸν καὶ ὑψώθη ἀπὸ τῆς γῆς», ΠΔ) 2. (αμτβ.) αφθονώ, πληθαίνω, γίνομαι περισσότερος … Dictionary of Greek
κατερείκω — (Α) 1. χοντροκοπανίζω, θρυμματίζω, χοντραλέθω 2. μτφ. καταπραΰνω, κοπάζω («δυνατὴ τὸν ἐμὸν θυμὸν κατερεῑξαι», Αριστοφ.) 3. μέσ. κατερείκομαι ξεσχίζω τα φορέματα μου λόγω πένθους ή θλίψεως («τά τε ἐσθῆτος ἐχόμενα εἶχον, ταῡτα κατηρείκοντο καὶ… … Dictionary of Greek